Άδεια Εργαζομένων

Λογιστικό Γραφείο Ορεστιάδα Γαβριήλ Κεσόγλου

Άδεια εργαζομένων-Γενικές Πληροφορίες

Άδεια εργαζομένων

Για τα 2 πρώτα ημερολογιακά έτη η άδεια εργαζομένων χορηγείται σε τμήματα ανάλογα προς το χρόνο υπηρεσίας στον εργοδότη. Από το τρίτο (3) ημερολογιακό έτος και μετά, ο μισθωτός δικαιούται (σε οποιαδήποτε χρονικό σημείο και μάλιστα από την 1η Ιανουαρίου) να λάβει ολόκληρη την άδειά του.

Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας σε περίπτωση ιδιαίτερα σοβαρής η επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο τμήμα της άδειας πρέπει να περιλαμβάνει 6 τουλάχιστον εργάσιμες μέρες επί εξαήμερου ή 5 εργάσιμες μέρες επί πενθημέρου και 12 για τους ανήλικους.

Οι διατάξεις της νομοθεσίας που αφορούν στην ετήσια άδεια των εργαζομένων είναι υποχρεωτικής εφαρμογής, με συνέπεια να μην επιτρέπεται και να είναι άκυρη κάθε αντίθετη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, καθώς και η παραίτηση του εργαζόμενου από τις σχετικές αξιώσεις για την λήψη της ετήσιας άδειας του. Ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών διακανονίζεται μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός 2 μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο υποβλήθηκε το αίτημα.
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου που περιλαμβάνει την εγκατάλειψη του δικαιώματος της άδειας του εργαζομένου ή την παραίτηση αυτού από το εν λόγω δικαίωμα, ακόμη και αν προβλέπει την καταβολή σε εκείνον επαυξημένης αποζημίωσης, θεωρείται ανύπαρκτη.

Κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας απαγορεύεται η απόλυση του εργαζόμενου.

Άδεια εργαζομένων – Ετήσια Κανονική Άδεια

Ο νόμος 539/1945 όπως ισχύει σήμερα, καθορίζει σχετικά με τον τρόπο, το χρόνο, τις αποδοχές και τις προϋποθέσεις χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας των εργαζομένων.
Κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησης του στην επιχείρηση.

Επιπλέον της άδειας, οι μισθωτοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κατ’ έτος και επιδόματος αδείας ίσου προς το σύνολο των αποδοχών αδείας αναπαύσεως, υπό τον περιορισμό ότι το επίδομα αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15νθημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και των 13 εργάσιμων ημερών για όσους μισθωτούς αμείβονται με ημερομίσθιο. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας του μισθωτού.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/1945 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους (31/03), ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.

Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λ.π.), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους (ή εντός της προβλεπόμενης χρονικής διάρκειας συμβάσεως ορισμένου χρόνου), ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.

Οι ως άνω διατάξεις περί αδείας ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, καθώς δεν υφίσταται πλέον βασικός χρόνος αναμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος ετήσιας άδειας με αποδοχές.

Σε κάθε εργαζόμενο που αναλαμβάνει έμμισθη απασχόληση κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του, ο εργοδότης που τον απασχόλησε δικαιούται να μην καταβάλλει αμοιβή για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.(άρθρο 5 παρ. 2 ΑΝ 539/45).

Αν λυθεί η σχέση εργασίας εργαζόμενου με οποιοδήποτε τρόπο προτού λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια (αποζημίωση αδείας).

Άδεια Εργαζομένων- Ημέρες Κανονικής Αδείας

Η άδεια χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαήμερου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης.
Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση.

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις είκοσι δύο (22) ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.

Άδεια εργαζομένων-Υπολογισμός ημερών άδειας

Για να υπολογισθούν οι ημέρες αδείας, που έχει λάβει ο εργαζόμενος λαμβάνονται υπόψη μόνο οι εργάσιμες ημέρες, που βρίσκεται εκτός εργασίας. Δεν λαμβάνονται υπόψη οι Κυριακές (και το Σάββατο στο πενθήμερο σύστημα) καθώς και οποιαδήποτε αργία πιθανόν να υπάρχει στο συγκεκριμένο διάστημα (π.χ. ημέρα του Δεκαπενταύγουστου). Ούτε οι ημέρες ασθένειας προσμετρούνται.

Αν λοιπόν, υπάρχει αργία ή ασθένεια κατά τη διάρκεια της άδειας τότε η άδεια μετατίθεται ανάλογα.

Άδεια εργαζομένων- Χρόνος λήψης των ημερών κανονικής αδείας

Ο χρόνος που χορηγείται η άδεια κατά τα πρώτα δύο έτη της εργασιακής σχέσης προκύπτει μετά από συνεννόηση εργοδότη και εργαζομένου. Ο εργαζόμενος δικαιούται αναλογία αδείας (τμήματα της άδειας) άμεσα από την πρόσληψη του.
Από το τρίτο έτος και μετά η άδεια θα πρέπει να χορηγείται κατά βάση ολόκληρη, αν και ο νόμος καθορίζει τις προϋπόθεσης κατάτμησης της. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να λάβει την άδεια του μετά από συνεννόηση με τον εργοδότη, αλλά μέσα σε 2 μήνες από την ημέρα που την αιτήθηκε. Οι μισοί τουλάχιστον απασχολούμενοι μιας επιχείρησης θα πρέπει να λάβουν την κανονική τους άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου.

Η κανονική άδεια χορηγείται υποχρεωτικά μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του κάθε έτους. Δεν επιτρέπεται η μεταφορά οφειλόμενων ημερών αδείας στο επόμενο έτος. Αν για οποιοδήποτε λόγο ο εργοδότης παρόλο που αποδεδειγμένα επιδίωξε την χορήγηση της αδείας αυτή δεν χορηγήθηκε για αντικειμενικούς λόγους (π.χ. ασθένεια του μισθωτού τον Δεκέμβριο που είχε προγραμματιστή η ετήσια άδεια του) θα πρέπει να αποζημιώσει τον εργαζόμενο.

Άδεια εργαζομένων- Κατάτμηση των ημερών κανονικής αδείας

  1. Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών.
    2. Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη.
    Ειδικά, σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί το τμήμα της άδειας των 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.
    Η αίτηση αυτή του εργαζόμενου, καθώς και η απόφαση του εργοδότη δεν απαιτούν έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία της Επιθεώρησης Εργασίας, διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.

Άδεια εργαζομένων-Αποδοχές Κανονικής Άδειας και Επιδόματος Αδείας

Κατά τη διάρκεια της άδειας του, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ως αποδοχές τα χρήματα, που θα λάμβανε αν απασχολούταν κανονικά για τις συγκεκριμένες ημέρες. Κατά συνέπεια, για τον υπολογισμό των συνολικών αποδοχών αδείας θα πρέπει να υπολογισθούν αρχικά οι ημέρες αδείας, που δικαιούται ο εργαζόμενος και στη συνέχεια, τι αποδοχές θα ελάμβανε αν τελικά τις συγκεκριμένες ημέρες είχε δουλέψει. Θα πρέπει κατά τον υπολογισμό να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο ο συμφωνηθείς μισθός, αλλά και όσες λοιπές αποδοχές καταβάλλονται τακτικά και μόνιμα στον εργαζόμενο ώστε να είναι βέβαιο, ότι θα τις λάμβανε αν απασχολείτο το συγκεκριμένο διάστημα της άδειας του.

Το επίδομα αδείας ακολουθεί τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό, ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αποδοχές ενός 15μέρου για τους μισθωτούς και των 13 εργάσιμων ημερών για τους ημερομίσθιους. Θα πρέπει να τονισθεί ότι το επίδομα αδείας όπως και η ίδια η άδεια υπολογίζονται αρχικά με βάση την εργασιακή σχέση. Αν λοιπόν στην διάρκεια του έτους ένας εργαζόμενος αποχωρήσει και επαναπροσληφθεί αυτό θα οδηγήσει σε δύο υπολογισμούς αδείας και κατά συνέπεια δύο υπολογισμούς επιδόματος αδείας.

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης
Λογιστικό Γραφείο Ορεστιάδα Γαβριήλ Κεσόγλου
Κοινοποιήστε το άρθρο
Λογιστικό Γραφείο Ορεστιάδα Γαβριήλ Κεσόγλου